-
1 πνῖγος
A choking, stifling, of the effects of heat, and so stifling heat, Hp.VM16, Aër.10, Ar.Av. 726, 1091, Th.7.87, etc.; ἐν ἡλίῳ τε καὶ πνίγει, διὰ καύματός τε καὶ πνίγους, Pl.R. 422c, 621a;πνίγους ὄντος τὰ νῦν Id.Lg. 625b
: in pl., Hp.Epid.3.2;ἔν γε χειμῶσιν καὶ πνίγεσιν Pl.Phlb. 26a
.II in the Parabasis of the [dialect] Att. Comedy, = μακρόν, because spoken at one breath, Sch.Ar.Ach. 659. -
2 ἀλέα
A avoiding, escape,ἐγγύθι μοι θάνατος.. οὐδ' ἀλέη Il.22.301
(not in Od.);οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.
Aër.19: c.gen., shelter from athing, .—[dialect] Ep. and [dialect] Ion. word. [full] ἀλέα (B), [pron. full] [ᾰλ], [dialect] Ion. [full] ἀλέη, ἡ, [var] contr.ἀλῆ Androm.
ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11 :—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis. 341c; generally, warmth, or warm spot,ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16
, cf. Diocl.Fr.141;ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.
Aër.8;χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68
;ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec. 541
; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx. 401d, cf. Arist.EN 1148a8; πνῖγος καὶ ἀ. Id.Metaph. 1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr. 939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in pl., fomentations, Alex. Trall.Febr.3. -
3 ἤπιος
1 of persons, gentle, kind,πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί Il.24.770
, cf. Od.2.47, 234; of a monarch, ἀγανὸς καὶ ἤ. ib. 230, 5.8. cf. 14.139;ἡνίοχος Il.23.281
: c. dat. pers., , cf. Od.10.337, etc.;ἤ. ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι Hes.Th. 407
;ἠπιώτερος τοῦ πατρός Hdt. 5.92
.ζ; of the gods,σωτῆρας.. ἠπίους θ' ἡμῖν μολεῖν S.Ph. 738
;θεὸς ἀνθρώποισιν -ώτατος E.Ba. 861
; cf. Ar.V. 879 (lyr.);ἐχίδνης οὐδὲν -ωτέρα E.Alc. 310
; οὐδέ πω ἤπιος appeased, Id.Med. 133: later in Prose, 1 Ep.Thess.2.7, 2 Ep.Ti.2.24.2 of feelings, words, etc., εἴ μοι κρείων Ἀγαμέμνων ἤπια εἰδείη had kindly feeling towards me, Il.16.73;ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε Od.13.405
, cf. 15.557;ἤ. δήνεα οἶδε Il.4.361
; μῦθος ἤ. Od.20.327; ὀργαί, φρένες, E.Tr.53, Fr.362.6;πρὸς τὸ -ώτερον καταστῆσαί τινα Th.2.59
.3 of heat and cold, mild, less intense,τὸ πνῖγος -ώτερον γέγονεν Pl.Phdr. 279b
, cf. Ti. 85a ([comp] Comp.); ἠπιώτεραι αἱ θέρμαι, of a fever, Hp.Epid.7.1; τὰ τοῦ πυρετοῦ ἤπια ib.5.73;αἰθέριον πῦρ ἤ. ὄν Parm.8.57
; of river-currents,- ώτερα ῥεύματα Meno Iatr.16.26
.II [voice] Act., soothing, assuaging,φάρμακα Il.4.218
, 11.515; opp. ἰσχυρά, Hdt.3.130, cf.7.142 ([comp] Comp.); ; (lyr.); ποτήματα soft drinks, opp. φαρμακώδη καὶ δριμέα, Sor.2.44: [comp] Sup., Phld.Ir.p.44 W.2 ἤπιον ἦμαρ c. inf., a day favourable for beginning a thing, Hes.Op. 787.III Adv.- ίως Hdt.7.105
, 143, S.El. 1439 (lyr.);ἠ. ἀμείψασθαι Hdt.8.60
; χρήσετ' αὐτή σοι τότ' ἠ. Men.Epit. 495: [comp] Comp.-ωτέρως, ἔχειν πρός τινα D.56.44
;- ώτερον καὶ κηδεμονικώτερον Phld.Piet.65
: [comp] Sup.- ωτάτως Hsch.
-
4 συνδιώκω
A chase away together, join in the chase, Th.1.135, 8.17, PEnteux.70.5 (iii B.C.), Plb.1.17.13, etc.:—[voice] Pass., to be constrained,ὑπὸ τῆς ἀνάγκης Longin.43.5
; τοῦ πάθους τὸ συνδεδιωγμένον hurry, vehemence, Id.21.1; so τόνοι καὶ ῥυθμοὶ συνδεδ. Phld.Mus. p.22 K.;συνδεδ. σφυγμός Herod.Med.
in Rh.Mus.58.99;πόνοι συνδεδ. ὑπὸ τῆς πνιγὸς ἀμαυροῦνται Aret.SA1.7
.II as law-term, join in the prosecution, Lex ap.D.43.57, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιώκω
См. также в других словарях:
πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
πνιγώδης — ῶδες, Α [πνίγος] 1.αυτός που πνίγει 2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῑς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.) 3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek